Ώ ολίγον ούχ ικανόν, αλλά τούτω γέ ουδέν ικανόν

Standard

****** English text follows the Hellenic******

DSC09377” Κοίτα τον πώς στέκεται στην ακροθαλασσιά παίζοντας με τα κύματα – σα ν΄ακούει ένα τραγούδι που το θυμάται χωρίς να το ξέρει” λέει περήφανος ο άντρας στη γυναίκα του για τον λίγων μηνών γιό τους. Ήδη τον φαντάζεται να αναλαμβάνει τον εμπορικό του στόλο μόλις ενηλικιωθεί, συνεχίζοντας έτσι την οικογενειακή παράδοση.  Όσο το σκέφτεται τόσο λιγότερο μετανιώνει την απόφαση του να φύγει από την Αθήνα & να έρθει σε αυτό το απομακρυσμένο νησί.
Σιχάθηκε πια τα πολιτικά, τους πολιτικούς και τ’ανθρώπινα κοπάδια τους. “Ο Νίκων θα μεγαλώσει μακριά από αυτή τη δυσωδία, μάρτυς μου ο Ποσειδώνας” λέει φωναχτά και συνεχίζει να κοιτά τον γιό του αγκαλιάζοντας την αγαπημένη του κάτω από τον ουρανό που τους σκέπαζε σε τούτη την παραλία το 339 πΧ.

Τριαντατρία χρόνια αργότερα, ο Νίκων στέκεται στη πλώρη του εμπορικού του πλοίου ατενίζοντας στο βάθος τον Πειραιά. Το ταξίδι ήταν μακρύ αλλά άξιζε τον κόπο – τ’αμπάρια του ήταν γεμάτα με Φοινικική πορφύρα. “Τίμα τους Θεούς” επαναλάμβανε με κάθε ευκαιρία ο πατέρας του και έτσι έκανε.
Περνώντας από τη Λέσβο παρήγγειλε να του σκαλίσουν ένα ορφικό ύμνο προς τον Δία στον κωνόμορφο αμφορέα που θα δεχόταν την προσφορά του στους Θεούς. Ξέχασε όμως την λέξη “αιολόμορφε” από τον ύμνο και όταν το συνειδητοποίησε ο τεχνίτης είχε ήδη προχωρήσει την εγχάραξη. Ο Νίκων βιαζόταν να σαλπάρει για τις Φοινικικές ακτές. ” Δεν θα προσβληθεί ο Δίας από κάτι τόσο ασήμαντο” σκέφτηκε με την τόσο χαρακτηριστική σχέση που είχαν κάποτε οι Έλληνες με τους Θεούς τους. Χαμογελώντας με τη σκέψη του, πλήρωσε τον τεχνίτη, πήρε τον αμφορέα στο πλοίο και συνέχισε το ταξίδι του.

Οι Θεοί των Ελλήνων όμως είχαν τις ιδιοτροπίες τους, ο Δίας περισσότερο απ’όλους. Έτσι αποφάσισε να θυμίσει στον θνητό (όχι χωρίς να κρύψει ταυτόχρονα ένα χαμόγελο για το πνεύμα του Νίκωνα) ότι η επίκληση προς αυτόν δεν επιδέχεται εκπτώσεις, σα να ήταν εμπόρευμα. Εξαπολύει λοιπόν μία φοβερή καταιγίδα και μετατρέπει το πλοίο του Νίκωνα σε ναυάγιο λίγο πριν φτάσει στον προορισμό του…

Κάθεται κατάκοπος στην ακτή κοιτώντας τα κύματα του Σαρωνικού βαμμένα σε μια απόχρωση του κόκκινου. Αυτή τη φορά όχι με το αίμα των θυμάτων της περίφημης ναυμαχίας αλλά από το πολύτιμο εμπόρευμα του. Απορία, οργή, απόγνωση, πανικός άρχισαν να τον σαρώνουν.
Όπως πριν από τριαντατρία χρόνια, η θάλασσα τον αγκάλιασε με το τραγούδι της ξανά. Κι ο Νίκων αρχίζει να θυμάται…
Καταλαγιάζει – η φουρτούνα μέσα του. Αρχίζει – να καταλαβαίνει τί σημαίνει η απλανής θεωρία της ζωής.
Θυμάται – τη μητέρα του να του λέει (συζητώντας κάποιο από τα πολλά συγράμματα που πάντοτε φρόντιζαν οι γονείς του να του δίνουν) :”Ώ ολίγον ούχ ικανόν, αλλά τούτω γέ ουδέν ικανόν”. Αυτός που δεν ικανοποιείται με τα λίγα, δεν ικανοποιείται με τίποτα.
Ξεκινάει – αργά αλλά σταθερά, με τα “λίγα” του πλέον, ένα νέο ταξίδι.   Να ζει μέσα στον κόσμο, μα διαφορετικά από τον κόσμο.


 Γνώρισε ανθρώπους κι έκανε φίλους. Ανέκαθεν η φιλία ήταν για αυτόν ύψιστη αρετή. Μέσα σε αυτή τη σχέση αμοιβαίας αγάπης και ασφάλειας υπερέβαινε τον εγωιστικό του εαυτό & ζούσε μια κατάσταση που συναγωνιζόταν μόνο η μακαριότητα των Θεών στα ύψη του Ολύμπου.  Ένας από αυτούς ήταν ο Επίκουρος.
Και πώς να γινόταν διαφορετικά; Σε μία εποχή που οι φιλόσοφοι και οι Σχολές τους ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, ο Κήπος του Επίκουρου ήταν κάτι ριζοσπαστικό. Και μόνο η έκφραση στα πρόσωπα του πνευματικού κόσμου της Αθήνας έφθανε για τον Νίκωνα ν’ανακαλύψει ιδίοις όμμασι τί έλεγε και τους σκανδάλιζε τόσο.
“…Κι ο Αριστοτέλης έφαγε πρώτα τα λεφτά του μπαμπά του, μετά πήγε στον στρατό, μετά έγινε έμπορος φαρμάκων ώσπου γνώρισε τον Πλάτωνα. Άκουσε τα μαθήματα του & έγινε αυτό που έγινε.” έλεγε ο Επίκουρος την πρώτη φορά που τον συνάντησε, εξηγώντας γιατί οι πύλες του Κήπου του είναι ανοιχτές για όλους. Γυναίκες, δούλους, φτωχούς, απαίδευτους – όλοι έχουν το δικαίωμα και τη δυνατότητα να φιλοσοφούν και να επιτύχουν την ευδαιμονία στη ζωή τους. Όχι μόνο οι εκλεκτοί, οι λίγοι, όπως ήθελε η ελίτ των Αθηνών.
Ο Νίκων αγκάλιασε και φίλησε νοερά την μητέρα του και τον πατέρα του. Έφτασα στο λιμάνι μου, τους είπε κι έτρεξε να προλάβει τον φίλο του. Είχαν πράγματι πολλά να πούν…

Αυτή τη φορά, ο Δίας δεν προσπάθησε καν να κρύψει το χαμόγελο που φώτιζε το πρόσωπό του…

**************************************************************************************************

“Look at him playing with the waves as he stands at the seashore; as if he is enchanted by a song he remembers without knowing it” says the proud father to his wife about their few months old son. He already sees him taking over his merchant fleet when he is old enough, continuing the family saga. The more he ponders about his decision to leave Athens the less he regrets it; fed up with with politics, politicians and their human herds he was.
He repeats aloud the vow to Poseidon he once made :” Nicon, my son, will grow up away from their offensive odor.” Then he puts his arms tenderly around his beloved, still looking at their son; all of them at the seashore of a remote Hellenic island under the sheltering sky of 339 BC.

Thirty three years later, Nicon stands at the bow of his ship gazing at the horizon the forming shape of Piraeus. The trip was difficult but certainly worth the risk; the hold of the ship was full with Phoenician purple dye. ‘Honor the Gods” his father kept saying & so he did.
Made a stop at the island of Lesvos (for other reasons too, but that’s another story) where he had engraved on a cone shaped amphora, an orphic hymn to Zeus, as an offering to the Gods. Alas, he forgot the word “αιολόμορφε” (of many faces) from the hymn and by the time he realizes it, the craftsman had already done most of his work. Nicon was in a hurry to sail for the Phoenician shores. “Zeus won’t be insulted by something as trivial” he thought in the characteristic fashion Hellenes once related with their Gods. Smiling with his thought, he paid the craftsman, took the amphora aboard and continued his voyage.

The Gods of  Olympus though, had their capricious ways; Zeus most of all. Thus he decides to remind  this mortal (hiding at the same time a smile about Nicon’s wit) that the invocation to Zeus cannot be on discount, as some kind of merchandise. A terrible storm is unleashed upon him out of the blue sky, shipwrecking Nicon just before he reaches his destination…

Nicon is sitting fatigued ashore,staring at the Saronic gulf waves dyed in a shade of red; this time not from the blood of the victims of the great naval battle of Salamis but from his precious cargo. Perplexity, anger, desperation and panic begin to sweep over him.
Just like thirty three years ago, sea embraced him with her chant again. And Nicon begins to remember…
Calms ; the storm within. Starts ; to understand the meaning of life’s fixed view (aplanis theoria).
Remembers ; his mother saying (after a discussion over one of the many books his parents always provided him) : “Ώ ολίγον ούχ ικανόν, αλλά τούτω γέ ουδέν ικανόν” (He who is not satisfied with few, cannot be satisfied with anything ).
Sets out ; slowly but steadily, gathering his ‘few”, towards a new journey. To live among the world but differently from the world.

He meets people, makes friends. Friendship has always been a supreme virtue for him. Through this relationship of mutual safety and love he exceeded the selfish aspect of himself and lived in a condition only compared with the bliss of Gods at the halls of Olympus.  Epicurus was one of these friends.
And how could he be not? At a time when philosophers and their Schools were competing each other, the Garden (Kipos) of Epicurus was something groundbreaking. The look at the faces of the Athenian intellectuals was more than enough for Nicon to find out for himself what was it exactly about Epicurus teachings that scandalize them!
“…Aristotle first spent his father’s money, then he joined the army, then he became a medicines merchant. Until he meets Plato. listened to his teachings and finally became what we all know.” said Epicurus the first time Nicon met him. He was explaining why he has the gates of his Garden open for all to enter; women, slaves, poor, uneducated. Every one had a right to philosophy and a claim for happiness in their lives. Not just the privileged, like the Athenian elite preferred.
Nicon embraced & kissed in spirit his parents. ” I made it to my harbor” he wanted to say to them and hasted to meet his dear friend. Much they had to discuss, indeed.

This time, Zeus didn’t even try to hide the wide smile glowing on his face…

DSC09377DSC09384DSC09387DSC09375DSC09383a 69 cm.

Advertisement

One response »

  1. Pingback: Kintsugi | SPIRA Soul creations

I'd love to hear from you!

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.